- εύζυξ
- εὔζυξ, ὁ, ἡ (Α)αρμονικά ταιριαστός («μαζοὶ γλαγόεντες, ἐΰζυγες, ἱμερόεντες» — μαστοί γεμάτοι γάλα, αρμονικοί, που προκαλούν τον πόθο).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ζυξ < εζύγην, παθ. αόρ. β' τού ζεύγνυμι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔζυγος — εὔζυξ well matched masc gen sg εὔζυγος well benched masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)